- κοκκινοπίπερο
- τοκόκκινο πιπέρι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κοκκινοπίπερο — το το πιπέρι που προέρχεται από κόκκινη πιπεριά, το κόκκινο πιπέρι … Dictionary of Greek
Κορέα, Βόρεια — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 120.540 τ. χλμ. Πληθυσμός: 22.224.195 (2002) Πρωτεύουσα: Πιονγκγιάνγκ (2.741.260 κάτ. το 1993)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου.… … Dictionary of Greek
Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… … Dictionary of Greek
πάπρικα — η 1. ποικιλία πιπεριάς, η κόκκινη πιπεριά 2. συνεκδ. ο καρπός τής κόκκινης πιπεριάς, το κοκκινοπίπερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σλαβ. paprika] … Dictionary of Greek
πιπεριά — (καψικό το ετήσιο). Φυτό της οικογένειας των Σολανιδών (δικοτυλήδονα), που κατάγεται από τη Νότια Αμερική. Έχει βλαστό όρθιο, πράσινο, ποώδη, φύλλα λογχοειδή, ακέραια, πράσινα, στίλβοντα και άνθη μικρά με στεφάνη λευκή, πεντάλοβη. Οι καρποί… … Dictionary of Greek
πιπέρι — το 1. καρπός φυτού τροπικών χωρών, που τριμμένο ή όχι χρησιμοποιείται ως μπαχαρικό στα φαγητά, αλλιώς μαυροπίπερο: Όποιος έχει πολύ πιπέρι βάζει και στα λάχανα (παροιμ.). 2. σκόνη από κόκκινη πιπεριά, αλλιώς κοκκινοπίπερο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)